- μυρτίδες
- μυρτίςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρτίδες — οι βοτ. οικογένεια δέντρων ή θάμνων τής τάξης μυρτώδη, με απλά φύλλα που φέρουν συνήθως αρωματικούς αδένες, τα άνθη τους είναι ερμαφρόδιτα και ο καρπός ξυλώδης ή σαρκώδης, στην οποία ανήκουν τα γένη ευκάλυπτος, λεπτόσπερμο, μύρτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek
λεπτόσπερμος — η, ο (Α λεπτόσπερμος, ον) νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το λεπτόσπερμο γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μυρτίδες αρχ. αυτός που έχει λεπτά, μικρά σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό σπερμος,… … Dictionary of Greek
μελαλεύκη — και μελανολεύκη και μελαλεύκα και μελανολεύκα, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων αειθαλών θάμνων ή μικρών δένδρων τής οικογένειας μυρτίδες με περισσότερα από εκατό είδη τής νότιας Ασίας και τής Ωκεανίας … Dictionary of Greek
μητροσίδηρος — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μυρτίδες … Dictionary of Greek
σον(ν)ερατία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μυρτίδες τής τάξης μυρτώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sonneratia από το όν. τού Γάλλου φυσιοδίφη Pierre Sonnerat] … Dictionary of Greek
φεϊζιόα — και φεϊγιόα και φεϊτζόα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μυρτίδες τής τάξης μυρτώδη, το οποίο περιλαμβάνει δύο πολύμορφα είδη δέντρων ή θάμνων, που είναι ιθαγενή τών υποτροπικών περιοχών τής Νότιας… … Dictionary of Greek
ευκάλυπτος — ο δένδρο της οικογένειας Μυρτίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)